- ημίσχετος
- ἡμίσχετος, -ον (Α)1. αυτός που κατέχει το ήμισυ ή που σχετίζεται κατά το ήμισυ με κάποιον ή με κάτι2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡμίσχετονη κατά το ήμισυ σχέση ή κατοχή.επίρρ...ἡμισχέτως (Α)με τρόπο ημίσχετο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -σχετος (< θ. σχ- τού έσχον, αόρ. β' τού έχω), πρβλ. ακατά-σχετος, ά-σχετος].
Dictionary of Greek. 2013.